ἀποτροπιαστικός

ἀποτροπιαστικός
ἀποτροπ-ιαστικός, ή, όν,
A fit for averting, Eust.ad D.P.723.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποτροπιαστικός — ή, ό (Μ ἀποτροπιαστικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, ο αποτρόπαιος μσν. ο κατάλληλος να αποτρέψει κάποιο κακό …   Dictionary of Greek

  • αποτροπιαστικός — ή, ό απαίσιος, αυτός που προκαλεί αποστροφή, σιχαμάρα: Τον τελευταίο καιρό έγιναν στην πρωτεύουσα μερικά αποτροπιαστικά εγκλήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτροπιαστική — ἀποτροπιαστικός fit for averting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερατώδης — ες /τερατώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τέρας, ατος] 1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.) 2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους τής φύσης, μη φυσιολογικός,… …   Dictionary of Greek

  • φοβερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που προξενεί φόβο, τρόμο, τρομερός, τρομαχτικός: Πικρή ναι η φοβερότατη του κόσμου ανεμοζάλη (Δ. Σολωμός). – Φοβερός σεισμός. 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φριχτός, φρικαλέος, φρικιαστικός, αποτροπιαστικός: Φοβερή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρικιαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προξενεί φρικίαση ή φρίκη, ανατριχιαστικός, αποτροπιαστικός, φριχτός: Φρικιαστικό θέαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”